σκυταλίζω

σκυταλίζω
Μ [σκυτάλη]
χτυπώ κάποιον με τη σκυτάλη, με ρόπαλο, ξυλοκοπώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκυταλισμός — ο, ΝΑ (στην αρχαιότητα) 1. ραβδισμός με σκυτάλη, ξυλοκόπημα ή ακόμη και θανάτωση με σκυτάλη («σκυταλισμὸς... ὅσος παρ ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων οὐδέποτε γεγονέναι μνημονεύεται», Διόδ.) 2. η στάση που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε έτσι από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”